- αλλήλων
- ἀλλήλων (ΑΜ)(αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστικήδηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία)ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με το επίθ. άλλος. Από αρχικό *ἄλλος ἄλλοιιν > *ἀλλοαλλοιιν > ἀλλάλλ- (με κράση ή με έκταση του β΄ φωνήεντος λόγω της συνθέσεως), απ’ όπου με απλοποίηση του δεύτερου -λ- ἀλλάλ-, ἀλλήλ-. Κατ' άλλους ο τ. προήλθε από διαφορετικές φραστικές ενότητες (θηλυκού: *ἀλλᾶ-ἄλλᾶν ή ουδετέρου: *'ἄλλα-ἄλλα).ΠΑΡ. αρχ. ἀλληλίζωμσν.- νεοελλ.αλλήλως].
Dictionary of Greek. 2013.